- περιχρυσώνω
- και περιχρυσῶ, -όω, ΝΜΑ [περίχρυσος]χρυσώνω ολόγυρα, επιχρυσώνω όλη την επιφάνεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιχρύσωση — η, Ν η επιχρύσωση, το χρύσωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιχρυσώνω. Η λ., στον λόγιο τ. περιχρύσωσις, μαρτυρείται από το 1889 στον Τ. Νερούτσο] … Dictionary of Greek